“Καλά, οι οργανωτές της μοιραίας αθλητικής εκδρομής στον Λούσιο ποταμό, ανεξαρτήτως των ευθυνών τους που ενδεχομένως θα προκύψουν από την προανάκριση και την ανάκριση, έπρεπε να συλληφθούν και να οδηγηθούν σιδηροδέσμιοι στον εισαγγελέα; Για ποιον πραγματικό λόγο; Και αν αύριο, μετά την απολογία τους, προφυλακισθούν ποιος θα είναι ο σκοπός της προφυλάκισης; Μήπως είναι ύποπτοι φυγής ή υπάρχει πραγματικός κίνδυνος για τη δημόσια τάξη αν δεν συλλαμβάνονταν και δεν οδηγούνταν σιδηροδέσμιοι στον ανακριτή; Μια δουλειά έκαναν οι άνθρωποι, ουσιαστικά ένα περιστασιακό παραεπάγγελμα ασκούσαν για να ενισχύσουν το εισόδημά τους, πουλώντας τη γνώση του φυσικού περιβάλλοντος της περιοχής. Μέχρι που ήρθε «η κακιά ώρα» και τότε τα «κανάλια και εμείς όλοι ανακαλύψαμε τα κενά που υπάρχουν στην άσκηση αυτού του παραεπαγγέλματος». Όταν πια έχει γίνει το κακό και ο χαμός νέων ανθρώπων είναι τόσο παράλογος, δεν τον χωράει ο νους και όλοι μας αισθανόμαστε βαθιά λύπη και ασυγκράτητη οργή. Έχουμε ανάγκη να δούμε σιδηροδέσμιους κάποιους υπεύθυνους για να ξεσπάσει η οργή και να απαλυνθεί η λύπη. Σε αυτή τη λυτρωτική αναζήτηση ευθυνών κρίσιμο, παραπλανητικό ρόλο παίζουν τα «κανάλια», με δύο τιμητικές εξαιρέσεις, την κρατική τηλεόραση και την τηλεόραση του ΣΚΑΪ. Π.χ. άκουσα κεντρικό τηλεπαρουσιαστή ιδιωτικού «καναλιού» να ρωτάει τον ηγούμενο της Μονής Φιλοσόφου: «Όταν έφτασαν στη Μονή οι πρώτοι διασωθέντες μείνατε με την εντύπωση ότι κάτι ήθελαν να κρύψουν και γι’ αυτό δεν ειδοποίησαν αμέσως τις αρχές;» Ο ηγούμενος του απάντησε ότι οι πρώτοι διασωθέντες ήσαν πολύ ταραγμένοι και έκλαιγαν με αναφιλητά. Ακάθεκτος ο τηλεπαρουσιαστής (ανακριτής) συνέχισε: «Θα σας κάνω την ίδια ερώτηση διαφορετικά»! Και την επανέλαβε καθόλου διαφορετικά, σχεδόν με τα ίδια λόγια.
Φίλος, με τον οποίο συζητούσα χθες όλα αυτά, μου έλεγε ότι το πρώτο και κυρίαρχο θέμα σε αυτή την υπόθεση είναι ο χαμός τόσων ανθρώπων και η διερεύνηση των σφαλμάτων που οδήγησαν σε αυτόν, ώστε να μην επαναληφθεί. Απολύτως σύμφωνοι. Όμως, όπως συμβαίνει σε όλα σχεδόν τα δημοσιογραφικά θέματα, ουσιαστικά έχουμε δύο γεγονότα: Το ένα είναι το γνήσιο πρωταρχικό γεγονός και το δεύτερο είναι η δημοσιογραφική αφήγησή του, πάντοτε ατελής και συχνά στρεβλωτική του πρώτου αρχικού γεγονότος. Η τηλεοπτική αφήγηση επιδιώκει εξ ορισμού τον εντυπωσιασμό βασιζόμενη στην ψευδαίσθηση ότι η εντυπωσιακή εικόνα ταυτίζεται με την αλήθεια του γεγονότος και μέσω αυτής της ψευδαίσθησης το παραποιεί, δεν το ερευνά. Απλώς τροφοδοτεί ή ικανοποιεί τη λύπη και την οργή του κοινού, παρουσιάζοντας π.χ. σιδηροδέσμιους τους ενόχους πριν καν διαπιστωθεί αν είναι ένοχοι! Μένω με την εντύπωση, για να επανέλθουμε στο αρχικό ερώτημα, ότι οι αρχές πέρασαν χειροπέδες σε δύο ανθρώπους όχι γιατί υπήρχε ουσιαστικός λόγος, αλλά για να δώσουν στα κανάλια μια ακόμη εντυπωσιακή εικόνα που παραπέμπει στη σκέψη… ότι υπάρχει δικαιοσύνη και για το έγκλημα υπάρχει η τιμωρία.
Δεν πιστεύω σε κώδικες τηλεοπτικής δεοντολογίας. Η σχέση του κοινού με την τηλεόραση, σχέση θεμελιώδης πλέον στη ζωή μας, είναι πολιτική και πολιτισμική που μόνο με την κριτική μπορεί κανείς να τη χειρισθεί. Όπως και με το πολύνεκρο ναυάγιο του «Σαμίνα» παλαιότερα και πρόσφατα της Σαντορίνης, ο παράλογος χαμός τόσων ανθρώπων είναι το κυρίαρχο θέμα, που μας γεμίζει λύπη και οργή. Αν θέλετε, τη λύπη μας και την οργή μας οφείλουμε να τη διαφυλάξουμε από κάθε στρέβλωση.”
Υ.Γ Το άρθρο του κυρίου Αντώνη Καρκαγιάννη μπορείτε να το δείτε εδώ.