Παρασκευή 7 Αυγούστου 2009

ΑΠΟΨΕ ΛΕΩ ΝΑ ΜΗΝ ΚΟΙΜΗΘΟΥΜΕ

Καλοκαίρι είκοσι δύο χρόνια πριν. Στην καρδιά της εφηβείας μας. Λίγο μαγκιά, λίγο τουπέ και πολύ ανεμελιά. Εγώ, ο Θανάσης, ο Πάνος, ο συχωρεμένος ο Σάββας. Κάθε μέρα παραλία δίπλα στον ΕΟΤ στο Καλαμάκι, εκεί που σήμερα κάνουν μπάνιο οι εν Ελλάδι μετανάστες και τα κανάλια συνωστίζονται σε περίοδο πρόσκαιρης καλοκαιρίας ή καύσωνα να τραβήξούν κανένα καλοφτιαγμένο και με ελάχιστο ύφασμα καλυπτόμενο οπίσθιο. Mε το διπλό ραδιοκασετόφωνο να παίζει πότε μπαλάντες του Springsteen, πότε Aerosmith και πότε κανένα μελό της Whitney Houston, ιδιαίτερα όταν γινόταν παιχνίδι με κανένα κοριτσάκι. Καμάκι αθώο, πότε συνεσταλμένο και πότε πιο άγαρμπο. Εκεί γνωρίσαμε την Έφη, την Κωνσταντίνα, την Γεωργία, την Αράνκα και την Ντόρα από την Βουδαπέστη. Εκεί γνώρισα την Καίτη. Ήταν Ελληνίδα, γεννημένη και μεγαλωμένη στην Σουηδία. Ήταν ότι πιο όμορφο νόμιζα ότι είχα δει μέχρι τότε. Ένα χρόνο μικρότερη από εμένα, δεκαπέντε χρονών κοριτσάκι, αλλά στα μάτια μου έμοιαζε γυναίκα. Την προσέγγισα συνεσταλμένα, όταν μου άρεσε κάποια πολύ πάντα τα έχανα λιγάκι, και ένοιωσα να πετάω στα ουράνια μα και συνάμα να χάνω το έδαφος κάτω από τα πόδια μου (ένα πολύ περίεργο και αντικρουόμενο συναίσθημα), όταν κατάλαβα ότι η Καίτη ανταποκρινόταν. Της πρότεινα να βγούμε το βράδυ και εκείνη δέχτηκε. Δεν ήξερα - τα είχα χάσει από τους σφυγμούς μου που είχαν χτυπήσει κόκκινο και δεν μπορούσα να σκεφτώ τίποτα; ποιος ξέρει - που να τις πω να πάμε, και μες την αμηχανία μου βλέπω την αφίσα για το beach party που θα γινόταν εκείνη την ημέρα στον διπλανό ΕΟΤ με την συμμετοχή αρκετών τραγουδιστών της ελληνικής, και ανερχόμενης τότε, ροκ μουσικής – της οποίας δεν ήμουν και πολύ λάτρης. Ήταν οι εποχές, μετά και το περίφημο Πάρτι του Λουκιανού Κηλαηδόνη στην Βουλιαγμένη, που οι συναυλίες στις παραλίες είχαν μεγάλη πέραση.

Από τις 6 το απόγευμα ήμουν έτοιμος για το ραντεβού που είχαμε δώσει στις 8:30 έξω από τα εκδοτήρια. Στις 8 ήμουν εκεί. Τα παιδιά μου έκανα πλάκα αλλά εγώ ήμουν στα σύννεφα. Αγχωμένος μα και εκστασιασμένος. Όταν την είδα να έρχεται, λίγο καθυστερημένη – οι άλλοι ήδη είχαν μπει μέσα – της έδωσα ένα πεταχτό φιλί στο μάγουλο. “Ηλίθιε σκέφτηκα από μέσα μου, φιλί στο μάγουλο; Η αδελφή σου είναι; Ή θα σκεφτεί ότι προτρέχεις ή ότι τα έχεις παίξει.” Με αυτές τις σκέψεις στο μυαλό είχαμε ήδη φθάσει στην παραλία. Ο κόσμος ήταν πολύς και χόρευε στους ρυθμούς του Ανδρέα Μικρούτσικου και της Σοφίας Βώσσου που ήταν στην σκηνή και τραγούδαγαν:

Είναι κι αυτοί που μου μαυρίζουν τη ψυχή μου

Κάτι τυπάκια που το παίζουν αυθεντία

Φοράνε Timberland παπούτσια στη ζωή μου

Και με κλαρίνα μου τρυπούν τη φαντασία

Ναι

Μου λείπεις εσύ, ναι μου λείπεις εσύ

Και μοιάζω να είμαι σα χαμένο νησί

Μου λείπεις εσύ, ναι μου λείπεις εσύ

Και μοιάζω να είμαι σα χαμένο νησί

Μου λείπεις

Είναι κι η νύχτα που με παίρνει από πίσω

Σαν παρελθόν με κυνηγάει, σαν Ερινύα

Σκέφτομαι πρέπει να βρω τρόπο να τη πείσω

Τα καταστρέφω όλα τώρα με μανία

Γιατί

Μου λείπεις εσύ, ναι μου λείπεις εσύ

Και μοιάζω να είμαι σα χαμένο νησί

Μου λείπεις εσύ, ναι μου λείπεις εσύ

Και μοιάζω να είμαι σα χαμένο νησί

Μου λείπεις

Πρόσωπα στοιβαγμένα μέσα σε δωμάτια

Πάνω σε τοίχους μια βουβή χαλκομανία

Έσπασε η ψυχή μου σε μικρά κομμάτια

Μες του κορμιού σου τη διάφανη λαγνεία

Γιατί

Μου λείπεις εσύ, ναι μου λείπεις εσύ

Και μοιάζω να είμαι σα χαμένο νησί

Μου λείπεις εσύ, ναι μου λείπεις εσύ

Και μοιάζω να είμαι σα χαμένο νησί

Μου λείπεις.

Είχαμε φθάσει μπροστά στην θάλασσα για να αποφύγουμε τον συνωστισμό που επικρατούσε κοντά στην σκηνή. Καθίσαμε στην άμμο, την ώρα που έβγαιναν οι Λαθρεπιβάτες και η Ελένη Δήμου τραγουδούσε:

Αφού με βάζεις στο περιθώριο

να επιμένω είναι κουτό

όλα τα ίχνη μου θα εξαφανίσω

δρόμο θ αλλάξω και θα χαθώ

Μ' ανησυχώ για σένα ανησυχώ

αν σ αγαπάν οι άλλοι όπως εγώ

Τρέμω κακό μην πάθεις όπου πας

Εγώ σε νοιάζομαι κι ας με πουλάς

Αφού με βγάζεις απ το παιχνίδι

το πήρα απόφαση οριστικά

να σε διαγράψω απ τη ζωή μου

να μη γυρίσω ποτέ ξανά

Μ' ανησυχώ για σένα ανησυχώ

αν σ αγαπάν οι άλλοι όπως εγώ

Τρέμω κακό μην πάθεις όπου πας

Εγώ σε νοιάζομαι κι ας με πουλάς

Ανησυχώ για σένα ανησυχώ

μην πέσεις στην παγίδα όπως εγώ

μη μείνεις μόνος σου και μην πονάς

εγώ σε νοιάζομαι κι ας με πουλάς

Χάνω κερδίζεις μα στην ουσία

σε μένα η τύχη χαμογελάει

Είναι ναι δύναμη που με φυλάει

και σε ψυλλιάστηκα πριν να 'ναι αργά

Είχε σαν σήμερα πανσέληνο - ή τουλάχιστον έτσι έχει μείνει στην θύμηση μου. Τα μαλλιά της από την αντανάκλαση που έκανε το φως πάνω τους, χρυσάφιζαν. Πέρασα το χέρι μου γύρω από τους ώμους της και την χάιδεψα όταν οι Λαθρεπιβάτες άρχισαν να τραγουδούν:

Απόψε λέω να κάνουμε ένα πάρτι

στην άμμο με ραδιάκι φορητό

σ' το λέω πως δε γουστάρω άλλος να 'ρθει

το πάρτι είναι για δύο για μας τους δυο

Απόψε το φεγγάρι θα φοράει

το φως απ' τη δική σου τη μορφή

το μόνο που θ' ακούσεις να μιλάει

θα 'ναι η φωνή του βραδινού εκφωνητή

Απόψε λέω να μην κοιμηθούμε

να πάμε κατευθείαν για δουλειά

απόψε στ' ακρογιάλι θα τη βρούμε

Θα πιούμε όλες τις μπίρες αγκαλιά

Θα φύγουμε απ' το θόρυβο της πόλης

μια νύχτα που δεν έζησε κανείς

απόψε θα ζηλέψει ο Κηλαηδόνης

το πάρτι που θα κάνουμε εμείς

Απόψε λέω να μην κοιμηθούμε

να πάμε κατευθείαν για δουλειά

απόψε στ' ακρογιάλι θα τη βρούμε

Θα πιούμε όλες τις μπίρες αγκαλιά

Απόψε και με λίγη φαντασία

θα μοιάζει με φιλμάκι γαλλικό

χρειάζεται αυτή η διαδικασία

μήπως μπορέσω και σου πω το σ' αγαπώ

Απόψε λέω να μην κοιμηθούμε

να πάμε κατευθείαν για δουλειά

απόψε στ' ακρογιάλι θα τη βρούμε

Θα πιούμε όλες τις μπίρες αγκαλιά.

Το τέλος του τραγουδιού μας βρήκε να φιλιόμαστε. Ήταν το πρώτο τόσο έντονο ερωτικό συναίσθημα, που είχα νοιώσει. Δεν ξέρω μέχρι πότε κράτησε, δεν θυμάμαι πόση ώρα μείναμε στην αμμουδιά αγκαλιασμένοι. Δεν θυμάμαι την ώρα που γύρισα στο σπίτι. Η νύχτα εκείνη σταμάτησε στο τραγούδι των Λαθρεπιβατών.

Από τότε άρχισα να παρακολουθώ την πορεία τους, τόσο την κοινή, όσο και την σόλο καριέρα που ακολούθησαν έπειτα, κυρίως ο Παντελής Θαλασσινός. Και από τότε δηλώνω μεγάλος θαυμαστής του.

Την Καίτη την είδα μερικές φορές ακόμα, πριν εγώ ακολουθήσω, αναγκαστικά – και με πολύ πόνο ψυχής, τους γονείς μου στις διακοπές, και εκείνη λίγο αργότερα φύγει για την Σουηδία. Δεν την ξαναείδα ποτέ πια.

Όποτε ακούω όμως, όπως πριν από λίγο σε κάποιο ραδιοφωνικό σταθμό, το “Απόψε λέω να μην κοιμηθούμε” η σκέψη μου γυρίζει σε εκείνη την καλοκαιριάτικη νύχτα του 87.

Υ.Γ. Το βιντεάκι είναι από παραστάσεις στον ΖΥΓΟ στην Πλάκα το 1988.

Δεν υπάρχουν σχόλια: