Το καλοκαίρι που μόλις έφευγε ήταν
δύσκολο. Μπορεί οι μυρωδιές της υπαίθρου και το καταγάλανο του ουρανού και της
θάλασσας να απάλυναν την κατάσταση αλλά η σκληρή πραγματικότητα (έτσι
τουλάχιστον μου φαινόταν) του στρατού επανερχόταν άμεσα. Η τελευταία άδεια που
είχα πάρει πήγαινε πολλούς μήνες πίσω και οι αιτήσεις που έκανα επί μονίμου
βάσεως ακυρωνόντουσαν από τις αλλεπάλληλες καμπάνες που τρώγαμε. Και να πεις
ότι φταίγαμε; Οι λαθρομετανάστες έβγαιναν συνέχεια με κάθε πιθανό και απίθανο
βαρκάκι. Κάθε “καραβιά” αντιστοιχούσε σε 50-55 “σταφύλια” (για να θυμηθώ και
τις εκφράσεις που χρησιμοποιούσαμε). Για κάθε απώλεια στόχου στο ραντάρ - αντε
να εντοπίσεις την ύποπτη βαρκούλα μέσα στα εκατοντάδες πυροφάνια Ελλήνων και Τούρκων – και κατα συνέπεια έγκαιρης ενημέρωσης, ισοδυναμούσαν είκοσι ημέρες
φυλακή. Υπολόγιζα ότι μόνο από τον δικό μας τομέα είχαν βγει το τελευταίο
δίμηνο τουλάχιστον 1000 με 1500 άτομα. Η κατάσταση στο παρατηρητήριο και στο
γειτονικό τάγμα είχε γίνει εκρηκτική. Όλοι, αξιωματικοί και στρατιώτες θέλανε
να εκτονώσουν κάπου τον θυμό τους.
Απόλυτη και εκνευριστική ηρεμία
επικρατούσε εκείνο το βράδυ του Σεπτεμβρίου. Όλοι μας στις επάλξεις. Εγώ ως
υπαξιωματικός ήμουν υπεύθυνος βάρδιας έχοντας αναλάβει και την επικοινωνία, ενώ
για περισσότερη αποτελεσματικότητα είχαμε βάλει και δύο άτομα στο “μάτι” (του
ραντάρ). Γύρω στις έντεκα μας ενημερώνουν ότι το λιμενικό περικύκλωσε τον
δουλέμπορο μαζί με τους λαθραίους σε γειτονικό λιμανάκι. Ακαριαία πεταχτήκαμε
από τις θέσεις μας και βγήκαμε από τον κλωβό. Δεν το συζητήσαμε καν, όλοι
είχαμε το ίδιο πράγμα το μυαλό μας. Θα πηγαίναμε στο λιμανάκι να “περιποιηθούμε”
τους απρόσκλητους επισκέπτες. Στο στρατιωτικό τζιπ πρέπει να μπήκαμε
τουλάχιστον 10 άτομα. Στο φυλάκιο οι μόνοι που έμειναν ήταν ο μάγειρας και ο
σκοπός.
Το μερσεντές έτρεχε πατημένο στις
στροφές. Τα φθαρμένα του λάστιχα στρίγγλιζαν μέσα στην νύχτα. Οι στρατιώτες όμως
σε κατάσταση παροξυσμού παρακινούσαν τον οδηγό να τρέξει όλο και πιο γρήγορα. Σκοπός
μας ήταν να φτάσουμε το συντομότερο δυνατόν μην τυχόν και χάσουμε την ευκαιρία
που ένα ολόκληρο καλοκαίρι περιμέναμε.
Με το που μπήκε το τζιπ στο
λιμάνι πεταχτήκαμε έξω προτού αυτό σταματήσει. Ο όχλος των φαντάρων – και εγώ
μαζί τους – τρέχαμε προς το μέρος όπου ήταν συγκεντρωμένος κόσμος. Χωρίς καμία
σκέψη οι πρώτοι από εμάς προσπάθησαν να ρίξουν κλωτσιές και μπουνιές σε όσους
διέφεραν στο χρώμα. Φτάνοντας και εγώ, λίγο πιο πίσω από τους πρώτους αλλά με
την ίδια σκέψη στο μυαλό, ξαφνικά πάγωσα. Είδα τα καταγάλανα μάτια της
(τουλάχιστον έτσι τα θυμάμαι) να με κοιτάνε με τρόμο ενώ προσπαθούσε να κρύψει
δυό μικρά πλασματάκια βαθιά μέσα στην αγκαλιά της. Είδα τον φόβο στα νεανικά
της μάτια, την απορία και την απελπισία μαζί. Άκουσα δυο αγγελούδια να
σπαράζουν από το κλάμα. Και έβλεπα μια δεκάδα αφιονισμένους φαντάρους να
προσπαθούν να πάρουν εκδίκηση για την στερημένη τους έξοδο και την χαμένη τους
άδεια. Πρέπει να προσπάθησα να τους φωνάξω να σταματήσουν αλλά η φωνή μου δεν
έβγαινα έτσι σαστισμένος που ήμουν. Ευτυχώς ο εξαίρετος και θηριώδης λοχαγός
του τάγματος που είχε συλλάβει τον δουλέμπορο έτρεξε προς το μέρος μας και τους
σταμάτησε με ωμό και αποτελεσματικό τρόπο.
Όταν η ένταση και η αδρεναλίνη
της στιγμής κόπασε, μπορέσαμε να αντιληφθούμε την κατάσταση στην πραγματική της
διάσταση. Μπροστά μας είχαμε μια ομάδα πενήντα Κούρδων (άντρες-γυναίκες-παιδιά)
που είχαν αναγκαστεί να φύγουν από τα σπίτια τους για να σωθούν από τις ορέξεις
του καθεστώτος του Σαντάμ Χουσεΐν στο Ιράκ και δέκα Αφγανούς κυνηγημένους από
τους Ταλιμπάν. Η χώρα μας ήταν η σωτηρία τους.
Εκείνα τα γαλανά μάτια της
μικρομάνας από το Βόρειο Ιράκ ακόμα με ακολουθούν, τόσα χρόνια αργότερα. Και
όταν ακούω ρατσιστικές κορώνες, το κλάμα των παιδιών αυτών ξανάρχεται στα αυτιά
μου. Είμαι πλέον απόλυτος, όπως δεν θέλω οι δικές μου κόρες να αντιμετωπίσουν
τέτοιες καταστάσεις έτσι θέλω και αυτά τα παιδιά να έχουν ανάλογο μέλλον.
Συνήθως άλλωστε, από τραυματικές παιδικές εμπειρίες προκύπτουν προβληματικοί ενήλικες.