Πάρα πολύς λόγος γίνεται τώρα τελευταία για τις τιμές των
καταναλωτικών προϊόντων στο ράφι και το γεγονός ότι αυτές αντιστέκονται παρά
την βαθιά και παρατεταμένη ύφεση. Ειδικοί και “ειδικοί” εκφέρουν διάφορες
απόψεις ενώ η πάγια ρητορική είναι ότι για όλα αυτά φταίνε κάποιοι (πάλι
αόρατοι) μεσάζοντες. Είναι όμως έτσι; Το πρόβλημα της ανελαστικότητας των τιμών
στο ράφι είναι θέμα μεσαζόντων; Ή μήπως είναι κάτι βαθύτερο και έχει να κάνει
με την φύση και τα προβλήματα της ελληνικής οικονομίας;
Οι ελληνικές επιχειρήσεις διαχρονικά λόγω πολλών και
διαφορετικών αιτιών (ιστορικών, μορφολογικών, γραφειοκρατικών κλπ.) είναι κατά
βάση εσωστρεφείς. Από την άλλη η ελληνική γη, με την εξαίρεση κάποιων μόνο
προϊόντων που παράγει σε αφθονία και εξάγονται στο εξωτερικό, όπως το
ελαιόλαδο, δεν είναι σε θέση να καλύψει τις ανάγκες των εταιρειών σε πρώτες ύλες.
Ως αποτέλεσμα στρέφονται στις διεθνείς αγορές όπου όμως οι τιμές στις οποίες προμηθεύονται
είναι ανά μονάδα ακριβότερες λόγω του περιορισμένου όγκου παραγωγής από αυτές
που παίρνει ο ξένος με την πολλαπλάσια παραγωγική του δυνατότητα. Παράλληλα την
ίδια ώρα τρέχουν τα λοιπά λειτουργικά κόστη τα οποία είναι συνεχώς αυξανόμενα
την τελευταία τουλάχιστον δεκαετία και τα οποία αυξάνουν το κόστος ανά μονάδα
προϊόντος, μια και την ίδια στιγμή ο παρανομαστής του κλάσματος (ο όγκος
παραγωγής) παραμένει στην καλύτερη περίπτωση σταθερός λόγω της περιορισμένης
αγοράς και της εσωστρέφειας, όπως ανέφερα και πιο πάνω, των επιχειρήσεων.
Με την μείωση του κατώτατου ημερομίσθιου και την
συνεπακόλουθη μείωση των αμοιβών που επήλθε με τις προβλέψεις του μνημονίου οι
επιχειρήσεις προσπάθησαν να μειώσουν τα κόστη και συνεπακόλουθα να διαμορφώσουν
ελκυστικότερες τιμές. Λόγω της μείωσης των εισοδημάτων όμως περιορίζεται και η
ζήτηση του προϊόντος, μειώνεται δηλαδή και ο όγκος παραγωγής και επομένως
μειώνεται και ο παρανομαστής του κλάσματος με συνέπεια το κόστος ανά μονάδα να
μην μεταβάλλεται. Περαιτέρω μείωση των αμοιβών στην προσπάθεια να μειώσουμε τον
αριθμητή είναι σίγουρο ότι θα οδηγήσει σε περαιτέρω μείωση της ζήτησης και
επομένως του παρανομαστή διατηρώντας το κόστος των προϊόντων σταθερό. Ο φαύλος κύκλος που ανέφερα στην αρχή.
Πως θα σπάσει λοιπόν αυτή η δύνη στην οποία βουλιάζουν οι
ελληνικές επιχειρήσεις, οι έλληνες καταναλωτές και συνεπακόλουθα η ελληνική
οικονομία; Η μόνη λύση είναι να στραφούν στο εξωτερικό. Μόνο στις διεθνείς
αγορές θα πετύχουν την μεγάλη αύξηση του όγκου που θα μεγαλώσει το παρανομαστή
και θα μειώσει δραστικά το κόστος των προϊόντων ανακουφίζοντας και τους έλληνες
καταναλωτές, οι οποίοι είναι βέβαιο ότι θα επωφεληθούν διπλά μια και είναι
σίγουρο ότι μία τέτοια αύξηση της ζήτησης θα οδηγούσε προς τα πάνω τόσο τις
αμοιβές, όσο και τις θέσεις εργασίας. Απαιτείται λοιπόν από τους έλληνες
επιχειρηματίες τώρα η επιθετική εκείνη πολιτική με καινοτόμα και ποιοτικά
προϊόντα που θα οδηγήσει στην εξωστρέφεια. Οφείλει και η πολιτική ηγεσία να
άρει τις αγκυλώσεις της να οριστικοποιήσει την συμφωνία με τους δανειστές για
να προχωρήσει άμεσα η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών ούτως ώστε να υπάρχουν
διαθέσιμα κεφάλαια για μια τέτοια επιθετική πολιτική. Αν δεν σπάσουμε τον κύκλο
είναι δεδομένο ότι δεν πρόκειται να ανακάμψουμε ποτέ.
Μία παρατήρηση: Επειδή ακούω συνέχεια για την μεγάλη διαφορά
μεταξύ της τιμής που αγοράζουν οι επιχειρήσεις από τον παραγωγό και αυτής που
διαμορφώνεται στο ράφι θέλω να σημειώσω το εξής. Σε μία βιομηχανία τροφίμων η
ενσωματούμενη πρώτη ύλη αποτελεί περίπου το 30% με 35% του συνολικού κόστους
του τελικού προϊόντος. Στο γάλα για παράδειγμα, αν η βιομηχανία προμηθεύεται
στα 35 λεπτά το λίτρο αυτό σημαίνει ότι το συνολικό κόστος του τελικού
προϊόντος (Α ύλη + Υλικά Συσκευασίας + Γενικά Βιομηχανικά Έξοδα (Μισθοί-Κόστη
Λειτουργίας & Συντήρησης-Αποσβέσεις) + Έξοδα Διοίκησης και Διάθεσης +
Χρηματοοικονομικά) διαμορφώνουν ένα τελικό κόστος προϊόντος γύρω στο 1 ευρώ (με
35% την Α ύλη). Αν σε αυτά προσθέσουμε και ΦΠΑ 13% η χαμηλότερη τιμή στο ράφι
δεν μπορεί να είναι κάτω από 1,13 ευρώ στην οποία δεν βγάζει κέρδος η εταιρεία
ενώ δεν έχουν υπολογισθεί και τα έξοδα του Supermarket.