Δευτέρα 1 Μαρτίου 2010

ΑΝΑΚΡΙΤΗΣ, ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ Ή ΑΠΛΩΣ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ;

“Θα φωνάξω τον Ευαγγελάτο και τον Μάκη” ήταν η ατάκα μεσόκοπης κυρίας σε δημοτικό υπάλληλο, ο οποίος της δημιουργούσε προβλήματα στην διεκπεραίωση κάποιας υπόθεσης της. Ανεξαρτήτως του γεγονότος που την οδήγησε σε αυτή την έκρηξη, και του δίκαιου ή άδικου του αιτήματός της, αυτό που φαίνεται ξεκάθαρα από την φράση της, είναι το πόσο έχει διαπεράσει στην ελληνική κοινωνία η πεποίθηση ότι οι (συγκεκριμένοι) δημοσιογράφοι αποτελούν τους εγγυητές της απονομής δικαιοσύνης σε τούτη δω την χώρα.

Κρυμμένες κάμερες, μαγνητοφωνάκια σε τσέπες, αποτελούν τα εργαλεία αποκάλυψης του ενόχου (ή “ενόχου”) ο οποίος καταδικάζεται αμέσως από το πάνελ των ενόρκων (συνήθως γραφικοί βουλευτές, τηλεοπτικοί δικηγόροι, λαϊκοί αοιδοί, ηθοποιοί) που έχουν στηθεί στο στούντιο, επιλεκτικά προσκεκλημένοι από το δημοσιογράφο-εισαγγελέα. Η συνηθέστερη πρακτική μάλιστα είναι να μην δίνεται στον κατηγορούμενο η δυνατότητα να υπερασπιστεί τον εαυτό του, και αν αυτό γίνεται τότε εντάσσεται μόνο στο πλαίσιο της κατοπινής κατακεραύνωσής του, χωρίς δυνατότητα δευτερολογίας και της παρουσίας μαρτύρων υπεράσπισης, από το σώμα των “ενόρκων”. Ο κατηγορούμενος διαπομπεύεται, χωρίς να έχει το δικαίωμα της αποκατάστασης του από το εν λόγω τηλεδικείο σε περίπτωση που αργότερα αποδείξει με πειστήρια την αθωότητα του, η δικαιωθεί από τα δικαστήρια. Πολλές φορές μάλιστα το κατηγορητήριο έχει στηθεί σε μία καταγγελία η οποία δεν έχει διασταυρωθεί επαρκώς, ή ελεγχθεί το ενδεχόμενο να βασίζεται σε ιδιοτελή συμφέροντα.

Δεν αμφιβάλω ότι το δικαστικό σώμα στην χώρα μας έχει υποστεί ένα ισχυρό πλήγμα μετά το παραδικαστικό κύκλωμα και έχει χάσει την έξωθεν καλή μαρτυρία του, αλλά δεν παύει να είναι η μοναδική αρμόδια υπηρεσία απονομής δικαιοσύνης. Το δημοσιογραφικό λειτούργημα οφείλει να ψάχνει, να αναλύει, να εκφέρει άποψη, να παρουσιάζει σίγουρα ΚΑΙ ΤΙΣ ΔΥΟ ΠΛΕΥΡΕΣ μίας υπόθεσης, χωρίς να αποσιωπεί λεπτομέρειες πολύ ουσιαστικές. Δεν είναι αρμοδιότητα των δημοσιογράφων να δέχονται καταγγελίες και αφιλτράριστα να τις εκτοξεύουν στον αέρα. Είναι το λιγότερο αφελές.

Ενδεικτικό του πόσο διαφορετικά έβλεπαν τα πράγματα οι παλιοί δημοσιογράφοι είναι το πιο κάτω απόσπασμα από το άρθρο “Περί Εξαγωγής Καστάνων” του μεγάλου Παύλου Νιρβάνα (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Πέτρου Κ. Αποστολίδη) στην ΕΣΤΙΑ της 27ης Φεβρουαρίου 1930 που αναδημοσίευσε προχθές η εφημερίδα.

“…Υπάρχουν, όμως, αναγνώσται, που έχουν και την τρομεράν αυτήν απαίτησιν. Είνε εκείνοι, που τον εκλαμβάνουν τον χρονογράφον, ως εισαγγελέα και σπεύδουν να του καταγγείλουν διαφόρους κολασίμους πράξεις. Σήμερον ακριβώς έλαβα μίαν μακράν δακτυλογραφημένην επιστολήν, του είδους αυτού, φέρουσαν γυναικείαν υπογραφήν και η οποία δεν είναι άλλο τίποτε, παρά καθαρά καταγγελία, εισαγγελικής αρμοδιότητος. Η καταγγέλουσα διηγείται τα εξής τρομερά: Ήλθεν από την επαρχίαν με τον πάσχοντα σύζυγόν της. Ένας ιατρός τους ανέλαβε. Τους είπεν, ότι θα τους οδηγήση είς την κλινικήν γνωστού διακεκριμένου χειρουργού δια την εγχείρησιν και τους εγέλασε. Τους ωδήγησεν είς κάποιαν άλλην κλινικήν, όπου άλλος ιατρός εξετέλεσε την εγχείρησιν. Ο άρρωστος εμολύνθη και η νοσηλεία του παρετάθη εις την κλινικήν, του λογαριασμού των νοσηλείων του ανελθόντος εις 27.500 δραχμάς. Οι συγγενείς των εν τω μεταξύ, πληροφορηθέντες τα διατρέχοντα, έστειλαν από την επαρχίαν φίλον τους ιατρόν να παραλάβη των ασθενήν και να το μεταφέρει είς άλλη κλινικήν «ειδικού και ευσυνειδήτου ιατρού». Η κλινική όμως δεν εννοούσε να το παραδώσει. Ο μεσολαβήσας ιατρός υβρίσθει και τα μπαούλα του ασθενούς εκληδώθησαν. Τους εζητούντο δε, εν τω μεταξύ και άλλα χρήματα. Επί τέλους, τη επεμβάσει της αστυνομίας, ο ασθενής μεταφέρθει εις άλλη κλινικήν, όπου υπέστη επιτυχώς νέαν εγχείρησιν και εθεραπεύθη, πληρώσας μόνον 8.000 αντί των 27.000 που είχε πληρώσει εις την πρώτην για να γιατρευθή.

Αλλά καλή μου κυρία, αυτά που μου καταγγέλλετε, δεν εννοείτε, λοιπόν, ότι δεν είναι πράγματα της αρμοδιότητος μου; Τι επιθυμείτε, παρακαλώ να πράξω; Να διατάξω τον αρμόδιον ανακριτήν να προβή εις τακτικήν ανάκρισην, προς διαπίστωσιν της ακριβείας των καταγγελλομένων; Να προσδιορίσω το βαθμό της ενοχής εκάστου των καταγγελλομένων προσώπων και να απαγγείλω κατ’ αυτώ κατηγορίας επί απάτη, επαγγελματική ανικανότητα ή αισχροκερδεία; Αλλά κυρία μου δεν είμαι εισαγγελεύς. Κι’ αν με πήρατε ως εισαγγελέα, κάματε λάθος εις την διεύθυνσιν. Ή μήπως απαιτείτε να απαγγείλω δημοσία, από της στήλης αυτής, κατηγορίαν εναντίον όλων των προσώπων, που μου καταγγέλλετε ονομαστί, και να τους παραδώσω εις την κοινήν καταφρόνησιν; Και αν έχετε άδικον; Αν υπερβάλλετε τα πράγματα, με τον δίκαιον πόνον σας, ή τα παρεξηγείτε απλώς; Αν οι άνθρωποι αυτοί είναι αθώοι; Τότε κυρία μου, αντί να μεταβείτε εσείς εις τον Εισαγγελέα, όπως θα ήταν φυσικότερο να κάμετε, θα μεταβώ εγώ – θα με πάνε δηλαδή – πράγμα που δεν μου είνε καθόλου ευχάριστον…”

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Όταν κάτι δε λειτουργεί, όπως η δικαιοσύνη, μοιραία αντικαθίσταται από κάτι άλλο...